ῥαφανῖτις
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
ιδος, ἡ, = ἶρις Ἰλλυρική, Plin.HN21.41.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰφανῖτις: -ιδος, ἡ, εἶδος κρίνου κληθέντος οὕτως ἐκ τοῦ σχήματος τῆς ῥίζης αὐτοῦ, ἴδε Πλίν. Ν. ΙΙ. 21. 19.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
είδος κρίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος + κατάλ. -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. σταχυῖτις)].
German (Pape)
ιδος, fem. zu ῥαφανίτης.