ἐκνίκησις

Revision as of 13:30, 16 December 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

-εως, ἡ, eviction, Cod.Just. 1.3.38 (39).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 victoria Cyr.Al.M.72.432D.
2 jur., lat. euictio, evicción Iust.Const.δέδωκεν 5, Cod.Iust.1.3.38.1.

German (Pape)

[Seite 770] ἡ, das Erkämpfen, Besiegen, Sp.

Greek Monolingual

η (AM ἐκνίκησις)
υπερίσχυση, επικράτηση
μσν.- νεοελλ.
η αφαίρεση της νομής πράγματος από τον αγοραστή του επειδή κάποιος τρίτος έχει νομικό δικαίωμα ισχυρότερο από αυτόν που το αγόρασε.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκνίκησις: ῑ, εως, ἡ, κατόρθωσις, ἐπιτυχία, Ἐκκλ.