ἐκνίκησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, eviction, Cod.Just. 1.3.38 (39).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 victoria Cyr.Al.M.72.432D.
2 jur., lat. euictio, evicción Iust.Const.δέδωκεν 5, Cod.Iust.1.3.38.1.
German (Pape)
Greek Monolingual
η (AM ἐκνίκησις)
υπερίσχυση, επικράτηση
μσν.- νεοελλ.
η αφαίρεση της νομής πράγματος από τον αγοραστή του επειδή κάποιος τρίτος έχει νομικό δικαίωμα ισχυρότερο από αυτόν που το αγόρασε.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκνίκησις: ῑ, εως, ἡ, κατόρθωσις, ἐπιτυχία, Ἐκκλ.