ἐκνίκησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, eviction, Cod.Just. 1.3.38 (39).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 victoria Cyr.Al.M.72.432D.
2 jur., lat. evictio, evicción Iust.Const.δέδωκεν 5, Cod.Iust.1.3.38.1.
German (Pape)
[Seite 770] ἡ, das Erkämpfen, Besiegen, Sp.
Greek Monolingual
η (AM ἐκνίκησις)
υπερίσχυση, επικράτηση
μσν.- νεοελλ.
η αφαίρεση της νομής πράγματος από τον αγοραστή του επειδή κάποιος τρίτος έχει νομικό δικαίωμα ισχυρότερο από αυτόν που το αγόρασε.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκνίκησις: ῑ, εως, ἡ, κατόρθωσις, ἐπιτυχία, Ἐκκλ.
Translations
eviction
Arabic: طَرْد; Armenian: վտարում; Bulgarian: изгонване, изселване; Catalan: desallotjament, desnonament; Chinese Mandarin: 驅逐, 驱逐, 赶出; Czech: vystěhování; Danish: udsættelse; Dutch: uitwijzing; Esperanto: eldomigo; French: expulsion, éviction; Georgian: გასახლება, გამოსახლება, განდევნა; German: Räumung, Vertreibung, Ausweisung, Exmission, Zwangsräumung; Greek: έξωση; Ancient Greek: ἐκνίκησις; Hungarian: kilakoltatás; Italian: espulsione, sfratto; Japanese: 立ち退き, 立ち退かせること; Latin: deiectio, evictio; Maori: tutenga, peinga; Norwegian Bokmål: utkastelse; Polish: ewikcja, eksmisja; Portuguese: despejo; Romanian: evulsiune; Russian: выселение, изгнание, лишение собственности; Serbo-Croatian: deložacija, prisilno iseljenje; Spanish: desalojo, desahucio; Swedish: vräkning, avhysning