ακαματεύω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

και ακαματεύγω
1. είμαι ή γίνομαι ακαμάτης, τεμπέλης
«άλλος εμάζευε ελιές κι άλλος ακαμάτευε»
2. (για κοπάδια) κάθομαι στον ίσκιο, σταλίζω, σταλιάζω
3. ξεκουράζομαι το μεσημέρι, βλ. ακαμάτεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακαμάτης.
ΠΑΡ. ακαμάτεμα].