ἀνεξεύρετος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνεξεύρητος Hippol.<i>Haer</i>.5.7 (p.79.9)<br />[[ininvestigable]], [[que no se puede investigar]], [[ἀριθμός]] Th.3.87, τῶν ἀπλανῶν πλῆθος Arist.<i>Mu</i>.392<sup>a</sup>17, ἀ. καὶ [[ἀδιάφθορος]] ... [[γενεά]] Hippol.l.c., cf. Hellanic.194, Plu.2.964a.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνεξεύρητος Hippol.<i>Haer</i>.5.7 (p.79.9)<br />[[ininvestigable]], [[que no se puede investigar]], [[ἀριθμός]] Th.3.87, τῶν ἀπλανῶν πλῆθος Arist.<i>Mu</i>.392<sup>a</sup>17, ἀ. καὶ [[ἀδιάφθορος]] ... [[γενεά]] Hippol.l.c., cf. Hellanic.194, Plu.2.964a.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεξεύρετος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να εξακριβωθεί.
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξεύρετος Medium diacritics: ἀνεξεύρετος Low diacritics: ανεξεύρετος Capitals: ΑΝΕΞΕΥΡΕΤΟΣ
Transliteration A: anexeúretos Transliteration B: anexeuretos Transliteration C: anekseyretos Beta Code: a)neceu/retos

English (LSJ)

ον,

   A not to be found out, ἀριθμός Th. 3.87, cf. Hellanic.194J., Arist.Mu.392a17, Plu.2.964a.

German (Pape)

[Seite 223] nicht auszufinden, auszumitteln, Thuc. 3, 87; πλῆθος Arist. mund. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξεύρετος: -ον, ὃν δὲν δύναται νὰ εὕρῃ τις, τοῦ δὲ ἄλλου ὄχλου ἀνεύρετος ἀριθμὸς Θουκ. 3. 87, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut parvenir à trouver ; incalculable.
Étymologie: ἀ, ἐξευρίσκω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀνεξεύρητος Hippol.Haer.5.7 (p.79.9)
ininvestigable, que no se puede investigar, ἀριθμός Th.3.87, τῶν ἀπλανῶν πλῆθος Arist.Mu.392a17, ἀ. καὶ ἀδιάφθορος ... γενεά Hippol.l.c., cf. Hellanic.194, Plu.2.964a.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεξεύρετος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί.