ἀνίδεος: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(c2) |
(4) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0236.png Seite 236]] = [[ἀνείδεος]], was auch v. l., neben [[ἄμορφος]], vom Stil, Phot. 56 b 20. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0236.png Seite 236]] = [[ἀνείδεος]], was auch v. l., neben [[ἄμορφος]], vom Stil, Phot. 56 b 20. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene una figura determinada]] τὸ τριχῇ διάστατον προσαγορεύομεν ἴδεον καὶ ἀνίδεον καὶ πανίδεον Zos.Alch.205.8. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνίδεος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν γνωρίζει, δεν έχει [[ιδέα]] για [[κάτι]] («ο [[στραβός]] κι ο [[ανίδεος]] είν' ένα [[πράμα]]» — [[παροιμία]])<br /><b>2.</b> όποιος δεν γνωρίζει κανένα [[στοιχείο]] μιας τέχνης ή μιας επιστήμης<br /><b>3.</b> [[ανυποψίαστος]], [[ανύποπτος]], [[απληροφόρητος]], [[αμέτοχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] του οποίου έχει αλλοιωθεί η [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ιδέα]]. Η λ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] της ([[ανίδεος]] μουσικής» <b>κ.λπ.</b>) μαρτυρείται από το 1860 στον διδάσκαλο του Γένους και καθηγητή της ιστορίας Δημήτριο Βερναρδάκη]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:20, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 236] = ἀνείδεος, was auch v. l., neben ἄμορφος, vom Stil, Phot. 56 b 20.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene una figura determinada τὸ τριχῇ διάστατον προσαγορεύομεν ἴδεον καὶ ἀνίδεον καὶ πανίδεον Zos.Alch.205.8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνίδεος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν γνωρίζει, δεν έχει ιδέα για κάτι («ο στραβός κι ο ανίδεος είν' ένα πράμα» — παροιμία)
2. όποιος δεν γνωρίζει κανένα στοιχείο μιας τέχνης ή μιας επιστήμης
3. ανυποψίαστος, ανύποπτος, απληροφόρητος, αμέτοχος
μσν.
εκείνος του οποίου έχει αλλοιωθεί η μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ιδέα. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της (ανίδεος μουσικής» κ.λπ.) μαρτυρείται από το 1860 στον διδάσκαλο του Γένους και καθηγητή της ιστορίας Δημήτριο Βερναρδάκη].