ἀνάκαρ: Difference between revisions
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
(big3_4) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=adv. [[hacia la cabeza]], [[hacia arriba]] Hp. en Gal.19.79. | |dgtxt=adv. [[hacia la cabeza]], [[hacia arriba]] Hp. en Gal.19.79. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνάκαρ]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[επάνω]] στο [[κεφάλι]], [[προς]] το [[κεφάλι]], [[προς]] τα [[επάνω]] ή με το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[επάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κάρ</i> «[[κεφαλή]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv., (κάρα)
A up to or towards the head, upwards, Hp. ap. Gal.19.79. ἀνακάς, Adv. = ἄνωθεν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 191] Kopf an-, aufwärts, Hippocr. Vgl. κατώκαρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκαρ: ἐπίρρ. (κάρα) ἐπάνω πρὸς τὴν κεφαλὴν, πρὸς τὰ ἐπάνω, ἢ μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἄνω, Ἱππ. (ἴσως ἀναγνωστέον ἀνὰ κάρ), πρβλ. ἐπίκαρ, κατωκάρα.
Spanish (DGE)
adv. hacia la cabeza, hacia arriba Hp. en Gal.19.79.
Greek Monolingual
ἀνάκαρ επίρρ. (Α)
επάνω στο κεφάλι, προς το κεφάλι, προς τα επάνω ή με το κεφάλι προς τα επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα- + κάρ «κεφαλή»].