ἀνευλαβής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές [[impío]] Aq.<i>Is</i>.57.11. | |dgtxt=-ές [[impío]] Aq.<i>Is</i>.57.11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ανεύλαβος, -η, -ο (AM [[ἀνευλαβής]], -ές)<br />αυτός που δεν δείχνει [[ευλάβεια]] στα [[θεία]], [[ασεβής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A irreverent, impious, Aq.Is.57.11.
German (Pape)
[Seite 227] ές, 1) unvorsichtig. – 2) nicht furchtsam, bes. die Götter nicht fürchtend, gottlos, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνευλαβής: -ές, ὁ μηδὲν φοβούμενος, ἄφοβος, Ἀκύλ. 2) ὁ μὴ εὐλαβὴς πρὸς τὰ θεῖα, Γρηγ. ― Ἐπίρρ. -βῶς Εὐσέβ.
Spanish (DGE)
-ές impío Aq.Is.57.11.
Greek Monolingual
και ανεύλαβος, -η, -ο (AM ἀνευλαβής, -ές)
αυτός που δεν δείχνει ευλάβεια στα θεία, ασεβής.