ἁπληγίς: Difference between revisions
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br />[[capa sencilla]], [[no doblada]] τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος S.<i>Fr</i>.777, cf. Ar.<i>Fr</i>.54, Herod.5.18. | |dgtxt=-ίδος, ἡ<br />[[capa sencilla]], [[no doblada]] τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος S.<i>Fr</i>.777, cf. Ar.<i>Fr</i>.54, Herod.5.18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἀπληγίς (-[[ίδος]]), η (AM)<br />μονό [[ιμάτιο]], [[απλοΐς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = ἁπλοΐς (as Subst.), a single upper garment or cloak, opp. διπληγίς, S.Fr.777, Ar.Fr.54, Herod.5.18.
German (Pape)
[Seite 292] ίδος, ἡ, sc. χλαῖνα, ein einfaches Gewand, vgl. ἁπλοΐς; Aesch. Suppl. 843 Soph. fr. 843.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπληγίς: -ίδος, ἡ, = ἁπλοΐς (ὡς οὐσιαστ.) ἐπανωφόριον ἁπλοῦν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ διπληγίς, «ἁπληγίς: τὸ ἁπλοῦν ἱμάτιον, ὅπερ Ὅμηρος ἁπλοΐδα καλεῖ, Σοφοκλῆς» Ἐτυμ. Μ. (Σοφ. Ἀποσπ. 843), «ἁπληγίς: ἱματίδιον σύμμετρον. Ἀναγύρῳ Ἀριστοφάνης, «ἐκ δὲ τῆς ἐμῆς χλανίδος τρεῖς ἁπληγίδας ποιῶν» Α. Β. 425, 20 (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 149).
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
capa sencilla, no doblada τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος S.Fr.777, cf. Ar.Fr.54, Herod.5.18.