ἀπόνιμμα: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
(big3_6) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[agua lustral]] para purificaciones y rituales de iniciación, Anon.Hist.<i>FGH</i> 356, en ritos funerarios ὑμῖν [[ἀπόνιμμα]] οἷς χρὴ καὶ οἷς θέμις Clidem.14 (= <i>Lyr.Iamb.Adesp</i>.25a), cf. Ath.409f.<br /><b class="num">2</b> [[agua de haberse lavado]] como remedio curativo, Gal.14.471, sin otra connotación, Plu.<i>Sull</i>.36, τὸ ἀ. τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν Ath.409f. | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[agua lustral]] para purificaciones y rituales de iniciación, Anon.Hist.<i>FGH</i> 356, en ritos funerarios ὑμῖν [[ἀπόνιμμα]] οἷς χρὴ καὶ οἷς θέμις Clidem.14 (= <i>Lyr.Iamb.Adesp</i>.25a), cf. Ath.409f.<br /><b class="num">2</b> [[agua de haberse lavado]] como remedio curativo, Gal.14.471, sin otra connotación, Plu.<i>Sull</i>.36, τὸ ἀ. τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν Ath.409f. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=κ. -[[νιψίδι]], το (Α [[ἀπόνιμμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[νερό]] με το οποίο πλύθηκε [[κάποιος]] ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νερό]] για τον καθαρισμό των χεριών. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀπονιπτω)
A = ἀπόνιπτρον, Plu.Sull.36: esp. water for purifying the dead or the unclean, Clidem.(or Anticlid.)ap. Ath.9.409f, cf. 410a.
German (Pape)
[Seite 316] τό, Waschwasser, Plut. Syll. 36, nach Ath. IX, 409 f bes. ἐπὶ τῶν εἰς τιμὴν τοῖς νεκροῖς γενομένων καὶ ἐπὶ τῶν τοὺς ἐναγεῖς καθαιρόντων, also eine Art Weihwasser.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόνιμμα: τό, (ἀπονίπτω) = ἀπόνιπτρον, Πλουτ. Σύλλ. 36· ἰδίως ὕδωρ πρὸς κάθαρσιν τῶν νεκρῶν καὶ τῶν ἀκαθάρτων, Κλείδημος παρ’ Ἀθην. 409F, πρβλ. 410Α.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
eau qui a servi à se laver.
Étymologie: ἀπονίζω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 agua lustral para purificaciones y rituales de iniciación, Anon.Hist.FGH 356, en ritos funerarios ὑμῖν ἀπόνιμμα οἷς χρὴ καὶ οἷς θέμις Clidem.14 (= Lyr.Iamb.Adesp.25a), cf. Ath.409f.
2 agua de haberse lavado como remedio curativo, Gal.14.471, sin otra connotación, Plu.Sull.36, τὸ ἀ. τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν Ath.409f.
Greek Monolingual
κ. -νιψίδι, το (Α ἀπόνιμμα)
νεοελλ.
το νερό με το οποίο πλύθηκε κάποιος ή κάτι
αρχ.
νερό για τον καθαρισμό των χεριών.