ἀργυρολόγος: Difference between revisions
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
(big3_6) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[encargado de recaudar impuestos]] ναῦς Ar.<i>Eq</i>.1071, Th.3.19, 4.50, 75<br /><b class="num">•</b>subst. (οἱ) ἀργυρολόγοι [[recaudadores de impuestos]] πεμπομένων ... παρὰ τοὺς φόρους ἀργυρολόγων Aristid.<i>Or</i>.26.45, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>como cargo público más gener. [[administrador]], <i>Samo</i>.2.(1).5.14 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[ávido de dinero]] δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα ἔκφρονες γεγόνασιν οἱ ἀργυρολόγοι τῶν ἡγουμένων Pall.<i>V.Chrys</i>.16 p.98, cf. Hsch.s.u. ἀργύρου κόπις. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[encargado de recaudar impuestos]] ναῦς Ar.<i>Eq</i>.1071, Th.3.19, 4.50, 75<br /><b class="num">•</b>subst. (οἱ) ἀργυρολόγοι [[recaudadores de impuestos]] πεμπομένων ... παρὰ τοὺς φόρους ἀργυρολόγων Aristid.<i>Or</i>.26.45, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>como cargo público más gener. [[administrador]], <i>Samo</i>.2.(1).5.14 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[ávido de dinero]] δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα ἔκφρονες γεγόνασιν οἱ ἀργυρολόγοι τῶν ἡγουμένων Pall.<i>V.Chrys</i>.16 p.98, cf. Hsch.s.u. ἀργύρου κόπις. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἀργυρολόγος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μαζεύει χρήματα με τρόπο αναξιοπρεπή<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συγκεντρώνει φόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] «[[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (λέγω)
A levying money, ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρολόγος: -ον, (λέγω) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν κατάλληλος, ναῦς… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ramasse de l’argent, qui impose des contributions.
Étymologie: ἄργυρος, λέγω².
Spanish (DGE)
-ον
1 encargado de recaudar impuestos ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, 4.50, 75
•subst. (οἱ) ἀργυρολόγοι recaudadores de impuestos πεμπομένων ... παρὰ τοὺς φόρους ἀργυρολόγων Aristid.Or.26.45, cf. Hsch.
•como cargo público más gener. administrador, Samo.2.(1).5.14 (II a.C.).
2 ávido de dinero δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα ἔκφρονες γεγόνασιν οἱ ἀργυρολόγοι τῶν ἡγουμένων Pall.V.Chrys.16 p.98, cf. Hsch.s.u. ἀργύρου κόπις.
Greek Monolingual
ο (Α ἀργυρολόγος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που μαζεύει χρήματα με τρόπο αναξιοπρεπή
αρχ.
αυτός που συγκεντρώνει φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»].