ἀσφυξία: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[interrupción, detención momentánea del pulso]] Aret.<i>SA</i> 2.11.6, Gal.7.63, 137, 703, 8.811, Cael.Aur.<i>TP</i> 4.3.40.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[interrupción, detención momentánea del pulso]] Aret.<i>SA</i> 2.11.6, Gal.7.63, 137, 703, 8.811, Cael.Aur.<i>TP</i> 4.3.40.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀσφυξία]]) [[άσφυκτος]]<br />[[δυσχέρεια]] ἡ [[διακοπή]] της αναπνευστικής λειτουργίας, που προέρχεται από [[έλλειψη]] οξυγόνου και [[περίσσεια]] διοξειδίου του άνθρακα.
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφυξία Medium diacritics: ἀσφυξία Low diacritics: ασφυξία Capitals: ΑΣΦΥΞΙΑ
Transliteration A: asphyxía Transliteration B: asphyxia Transliteration C: asfyksia Beta Code: a)sfuci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A stopping of the pulse, Aret.SA2.11; pulsus amputatio, opp. ἀσφυγμία, Cael.Aur.TP4.3.

German (Pape)

[Seite 382] ἡ, das Aufhören des Pulsschlages, Schlagfluß, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφυξία: ἡ, ἡ στάσις τοῦ σφυγμοῦ, Ἀρετ. π. Αιτ. Ὀξ. Παθ. 2.11.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
interrupción, detención momentánea del pulso Aret.SA 2.11.6, Gal.7.63, 137, 703, 8.811, Cael.Aur.TP 4.3.40.

Greek Monolingual

η (Α ἀσφυξία) άσφυκτος
δυσχέρειαδιακοπή της αναπνευστικής λειτουργίας, που προέρχεται από έλλειψη οξυγόνου και περίσσεια διοξειδίου του άνθρακα.