αλαφραίνω: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:23, 29 September 2017
Greek Monolingual
(και αλαφραίνω και αλαφρύνω)
1. κάνω κάτι ελαφρό μειώνοντας το βάρος ή ανακουφίζω κάποιον από το βάρος
2. ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες κ.λπ.
3. (για ασθένεια ή πυρετό) γίνομαι ηπιότερος
4. συμπεριφέρομαι με ελαφρότητα, ανόητα
5. θεωρούμαι από τους άλλους ελαφρός, ανόητος ή μειωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ελαφρύνω].