ἀνέλεος: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[inmisericorde]], [[implacable]] ἡ γὰρ κρίσις [[ἀνέλεος]] τῷ μὴ ποιήσαντι [[ἔλεος]] pues el juicio (será) implacable para quien no tuvo misericordia</i>, <i>Ep.Iac</i>.2.13.
|dgtxt=-ον<br />[[inmisericorde]], [[implacable]] ἡ γὰρ κρίσις [[ἀνέλεος]] τῷ μὴ ποιήσαντι [[ἔλεος]] pues el juicio (será) implacable para quien no tuvo misericordia</i>, <i>Ep.Iac</i>.2.13.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέλεος]], -ον)<br />[[χωρίς]] οίκτο, [[ανηλεής]], [[σκληρόκαρδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έλεος]]. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέλεος Medium diacritics: ἀνέλεος Low diacritics: ανέλεος Capitals: ΑΝΕΛΕΟΣ
Transliteration A: anéleos Transliteration B: aneleos Transliteration C: aneleos Beta Code: a)ne/leos

English (LSJ)

ον,

   A unmerciful, Ep.Jac.2.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέλεος: -ον, ὁ ἄνευ ἐλέους, Ἐπιστ. Ἰακώβ. βϳ, 13 Lachm (κοινῶς ἀνίλεως).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans pitié, sans compassion.
Étymologie: ἀ, ἔλεος.

Spanish (DGE)

-ον
inmisericorde, implacable ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος pues el juicio (será) implacable para quien no tuvo misericordia, Ep.Iac.2.13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέλεος, -ον)
χωρίς οίκτο, ανηλεής, σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έλεος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι].