ἀναρπαστός: Difference between revisions
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -ός, -ή, -όν E.<i>Hec</i>.207]<br /><b class="num">1</b> [[raptado]], [[arrebatado]] ὑπὸ τοῦ Βορέου ἀ. Pl.<i>Phdr</i>.229c, cf. E.l.c., ἀναρπαστὸν αὐτὴν γενέσθαι πρὸς ἀπώλειαν que ella fuera arrastrada a la perdición</i> Plu.2.116c, τούτους [ἀν] α[ρ] παστοὺς ποιοῦν apresándolos</i>, <i>POxy</i>.1106.8 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[entregado al pillaje]] ἀναρπαστοὺς ποιεῖν αὐτῶν τοὺς βίους entregar al pillaje sus propiedades</i> Plb.9.26.7, cf. Hdn.7.3.3. | |dgtxt=-όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -ός, -ή, -όν E.<i>Hec</i>.207]<br /><b class="num">1</b> [[raptado]], [[arrebatado]] ὑπὸ τοῦ Βορέου ἀ. Pl.<i>Phdr</i>.229c, cf. E.l.c., ἀναρπαστὸν αὐτὴν γενέσθαι πρὸς ἀπώλειαν que ella fuera arrastrada a la perdición</i> Plu.2.116c, τούτους [ἀν] α[ρ] παστοὺς ποιοῦν apresándolos</i>, <i>POxy</i>.1106.8 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[entregado al pillaje]] ἀναρπαστοὺς ποιεῖν αὐτῶν τοὺς βίους entregar al pillaje sus propiedades</i> Plb.9.26.7, cf. Hdn.7.3.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρπαστος]], -όν και -ός, -ή, -όν, Μ [[ἀνάρπαστος]], -η, -ον) [[αναρπάζω]]<br />αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ [[γρήγορα]], που εξαφανίστηκε εν [[ριπή]] οφθαλμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σύρθηκε βίαια στην [[αιχμαλωσία]] ή την [[εξορία]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που παραδίδεται στη [[διαρπαγή]], που λεηλατείται. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:23, 29 September 2017
English (LSJ)
όν, also ή, όν E.Hec.207 <*>lyr. <*>:—
A snatched up, carried off, ἀ. γίγνεσθαι to be carried off, l. c., Pl.Phdr.229c. 2 carried up the country, i. e. into Central Asia, ἀ. γίγνεσθαι πρὸς βασιλέα v. l. in X.Mem.4.2.33. II of things, ἀ. ποιεῖν τὸν βίον to give up his substance as plunder, Plb.9.26.7, cf. Hdn.7.3.3.
German (Pape)
[Seite 205] (das fem. ἀναρπαστή Eur. Hec. 206 rechtfertigt das oxytonon), weggerissen, weggeschleppt, bes, in Vbdg mit γίγνεσθαι, Plat. Phaed. 229 c; ἀν. γίγν. πρὸς βασιλέα, gefangen nach Persien als Sklaven fortgeführt werden, Xen. Mem. 4, 2, 33; Pol. 9, 26; ὑπὸ θανάτου, vom Tode hinweggerafft Luc. Contempl. 17; übh. gewaltsam behandelt, geplündert.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. ἀνάρπαστος.
Spanish (DGE)
-όν
• Morfología: [tb. -ός, -ή, -όν E.Hec.207]
1 raptado, arrebatado ὑπὸ τοῦ Βορέου ἀ. Pl.Phdr.229c, cf. E.l.c., ἀναρπαστὸν αὐτὴν γενέσθαι πρὸς ἀπώλειαν que ella fuera arrastrada a la perdición Plu.2.116c, τούτους [ἀν] α[ρ] παστοὺς ποιοῦν apresándolos, POxy.1106.8 (VI d.C.).
2 entregado al pillaje ἀναρπαστοὺς ποιεῖν αὐτῶν τοὺς βίους entregar al pillaje sus propiedades Plb.9.26.7, cf. Hdn.7.3.3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάρπαστος, -όν και -ός, -ή, -όν, Μ ἀνάρπαστος, -η, -ον) αναρπάζω
αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια
νεοελλ.
(για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ γρήγορα, που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού
αρχ.
1. αυτός που σύρθηκε βίαια στην αιχμαλωσία ή την εξορία
2. (για πράγματα) αυτός που παραδίδεται στη διαρπαγή, που λεηλατείται.