αὐτοδιήγητος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(big3_7) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[narrado por uno mismo o en primera persona]] op. a ‘en forma de diálogo’ ἑρμηνεία D.L.9.111. | |dgtxt=-ον<br />[[narrado por uno mismo o en primera persona]] op. a ‘en forma de diálogo’ ἑρμηνεία D.L.9.111. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αὐτοδιήγητος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξιστορείται σε πρώτο [[πρόσωπο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A narrated in the first person, opp. dialogue, D.L.9.111.
German (Pape)
[Seite 397] selbst erzählend, wie αὐτοπρόσωπος, nicht von Andern erzählen lassend, D. L. 9, 111.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοδιήγητος: -ον, ἐξιστορούμενος ἀπ’ ἐυθείας, πρωτοπροσώπως, οὐχὶ ἐν σχήματι διαλόγου, Διογ. Λ. 9. 111· αὐτοδιηγούμενος, η ον, αὐτοπροσώπως διηγούμενος, αὐτόθι.
Spanish (DGE)
-ον
narrado por uno mismo o en primera persona op. a ‘en forma de diálogo’ ἑρμηνεία D.L.9.111.
Greek Monolingual
αὐτοδιήγητος, -ον (Α)
αυτός που εξιστορείται σε πρώτο πρόσωπο.