ἀνενεργής: Difference between revisions
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[ineficaz]] τῶν φαρμάκων αἱ δυνάμεις Thphr.<i>HP</i> 9.17.1, cf. Dsc.2.111. | |dgtxt=-ές<br />[[ineficaz]] τῶν φαρμάκων αἱ δυνάμεις Thphr.<i>HP</i> 9.17.1, cf. Dsc.2.111. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[ἀνενεργής]])<br /><b>1.</b> ο μη [[ενεργητικός]], [[αδρανής]]<br /><b>2.</b> ο μη [[αποτελεσματικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A inefficacious, Thphr.HP9.17.1, Dsc.2.111.
German (Pape)
[Seite 223] ές, unwirksam, unkräftig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνενεργής: -ές, ὁ μὴ ἐνεργῶν, ἀδρανής, μὴ ὢν ἀποτελεσματικὸς, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 17, 1.
Spanish (DGE)
-ές
ineficaz τῶν φαρμάκων αἱ δυνάμεις Thphr.HP 9.17.1, cf. Dsc.2.111.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀνενεργής)
1. ο μη ενεργητικός, αδρανής
2. ο μη αποτελεσματικός.