βαναυσουργία: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(big3_8)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[trabajo manual]] φορτικῆς βαναυσουργίας δεομένοι Plu.<i>Marc</i>.14, Poll.7.6.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[trabajo manual]] φορτικῆς βαναυσουργίας δεομένοι Plu.<i>Marc</i>.14, Poll.7.6.
}}
{{grml
|mltxt=[[βαναυσουργία]], η (Α) [[βαναυσουργός]]<br />η χειρωνακτική [[εργασία]].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰναυσουργία Medium diacritics: βαναυσουργία Low diacritics: βαναυσουργία Capitals: ΒΑΝΑΥΣΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: banausourgía Transliteration B: banausourgia Transliteration C: vanafsourgia Beta Code: banausourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A handicraft, Plu.Marc.14.

German (Pape)

[Seite 431] ἡ, ein Handwerk, Plut. Marc. 14.

Greek (Liddell-Scott)

βαναυσουργία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ τέχνη τοῦ βαναύσου, Πλούτ. Μαρκέλλ. 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
travail manuel.
Étymologie: βάναυσος, ἔργον.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
trabajo manual φορτικῆς βαναυσουργίας δεομένοι Plu.Marc.14, Poll.7.6.

Greek Monolingual

βαναυσουργία, η (Α) βαναυσουργός
η χειρωνακτική εργασία.