ἀχάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(big3_8)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ mineral. [[ágata]] ὁ ἀ. ἀπὸ τοῦ Ἀχάτου ποταμοῦ Thphr.<i>Lap</i>.31, cf. LXX <i>Ex</i>.28.19, 36.19, <i>Ez</i>.28.13, I.<i>AI</i> 3.168, Nonn.<i>D</i>.5.170, λίθος [[ἀχάτης]] Gal.19.734, 735.
|dgtxt=-ου, ὁ mineral. [[ágata]] ὁ ἀ. ἀπὸ τοῦ Ἀχάτου ποταμοῦ Thphr.<i>Lap</i>.31, cf. LXX <i>Ex</i>.28.19, 36.19, <i>Ez</i>.28.13, I.<i>AI</i> 3.168, Nonn.<i>D</i>.5.170, λίθος [[ἀχάτης]] Gal.19.734, 735.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀχάτης]])<br />ημιπολύτιμο πυριτικό [[ορυκτό]], [[ποικιλία]] του χαλαζία, που παρουσιάζει ζώνες με διάφορα χρώματα και διαφορετική [[διαφάνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. δάνεια λ. και, [[κατά]] μία [[άποψη]], σημιτικής προελεύσεως. Ο [[ποταμός]] της Σικελίας [[καθώς]] και το κύριο όνομα <i>Αχάτης</i> [[πρέπει]] να έλαβαν την [[ονομασία]] τους από το όνομα του λίθου].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχάτης Medium diacritics: ἀχάτης Low diacritics: αχάτης Capitals: ΑΧΑΤΗΣ
Transliteration A: achátēs Transliteration B: achatēs Transliteration C: achatis Beta Code: a)xa/ths

English (LSJ)

[ᾰχᾱ], ου, ὁ,

   A agate, Thphr.Lap.31, J.AJ3.7.5, D.P.1075, Nonn.D.5.170.

German (Pape)

[Seite 417] ὁ, der Achat, Theophr.; D. Per. 1075.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάτης: -ου, ὁ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Θεόφρ. π. Λίθ. 31, Διον. Π. 1075. [ᾰχᾱ]

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
agate.
Étymologie: DELG pê emprunté.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ mineral. ágata ὁ ἀ. ἀπὸ τοῦ Ἀχάτου ποταμοῦ Thphr.Lap.31, cf. LXX Ex.28.19, 36.19, Ez.28.13, I.AI 3.168, Nonn.D.5.170, λίθος ἀχάτης Gal.19.734, 735.

Greek Monolingual

ο (AM ἀχάτης)
ημιπολύτιμο πυριτικό ορυκτό, ποικιλία του χαλαζία, που παρουσιάζει ζώνες με διάφορα χρώματα και διαφορετική διαφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. και, κατά μία άποψη, σημιτικής προελεύσεως. Ο ποταμός της Σικελίας καθώς και το κύριο όνομα Αχάτης πρέπει να έλαβαν την ονομασία τους από το όνομα του λίθου].