ἄμιθα: Difference between revisions
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(big3_3) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀμιθάς (cf. [[ἀμαμιθάδες]]) Anacr.144 (cj., cód. [[ἄμιθα]])<br />sent. dud., quizá un tipo de [[condimento]] [[ἔδεσμα]] ποιόν, καὶ [[ἄρτυμα]] Hsch., Anacr.l.c.<br /><b class="num">•</b>más prob. [[provisiones]], <i>PHaun</i>.22.11 (II/III a.C.), <i>PHamb</i>.90.18 (III a.C.). | |dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀμιθάς (cf. [[ἀμαμιθάδες]]) Anacr.144 (cj., cód. [[ἄμιθα]])<br />sent. dud., quizá un tipo de [[condimento]] [[ἔδεσμα]] ποιόν, καὶ [[ἄρτυμα]] Hsch., Anacr.l.c.<br /><b class="num">•</b>más prob. [[provisiones]], <i>PHaun</i>.22.11 (II/III a.C.), <i>PHamb</i>.90.18 (III a.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄμιθα]], τα (Α)<br />ίσως ταυτόσημο του [[ἄμης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η σημασιολογική [[συγγένεια]] της λ. με το ουσ. [[ἄμης]] «[[είδος]] γαλατόπιτας» οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι [[είναι]] πιθανή και ετυμολογική [[συγγένεια]] τών δύο λέξεων]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
kind of
A cake, perh. = ἄμης, Anacr.139, PHamb.90.18(iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 124] eine gewürzhafte Speise, Anacr. bei Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμιθα: εἶδος πλακοῦντος, ἴσως ταυτόσημ. τῷ ἄμης, «ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα, ὡς Ἀνακρέων», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): ἀμιθάς (cf. ἀμαμιθάδες) Anacr.144 (cj., cód. ἄμιθα)
sent. dud., quizá un tipo de condimento ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα Hsch., Anacr.l.c.
•más prob. provisiones, PHaun.22.11 (II/III a.C.), PHamb.90.18 (III a.C.).
Greek Monolingual
ἄμιθα, τα (Α)
ίσως ταυτόσημο του ἄμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασιολογική συγγένεια της λ. με το ουσ. ἄμης «είδος γαλατόπιτας» οδηγεί στην υπόθεση ότι είναι πιθανή και ετυμολογική συγγένεια τών δύο λέξεων].