δελφύς: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(Bailly1_1)
(8)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />matrice.<br />'''Étymologie:''' DELG terme indo-iranien désignant le « petit d’un animal ».
|btext=ύος (ἡ) :<br />matrice.<br />'''Étymologie:''' DELG terme indo-iranien désignant le « petit d’un animal ».
}}
{{grml
|mltxt=[[δελφύς]] (-ύος), η (Α)<br />η [[μήτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δελφύς]] ανάγεται σε ιν δοευρ. <i>g</i><sup>w</sup><i>elbh</i>- «[[μήτρα]], νεαρό ζώο», με αρχικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, και συνδέεται με αβεστ. <i>g∂r∂buš</i>-, ουδ. με [[θέμα]] σε -<i>ς</i> και συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ρίζας. Απαντά εξάλλου και τ. [[δολφός]]<br />«η [[μήτρα]]» (<b>Ησύχ.</b>), που συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>garbha</i>-, αβεστ. <i>gar∂wa</i>- με ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] θέματος (<b>βλ.</b> και λ. [[αδελφός]])].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δελφύς Medium diacritics: δελφύς Low diacritics: δελφύς Capitals: ΔΕΛΦΥΣ
Transliteration A: delphýs Transliteration B: delphys Transliteration C: delfys Beta Code: delfu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ,

   A womb, Hp.Steril.222, Arist.HA510b13, Ath.9.375a:—Dor. δελφύα, ἡ, acc. to Greg.Cor.p.344S.

German (Pape)

[Seite 544] ύος, ἡ, die Gebärmutter, Hippocr. u. Folgende.

Greek (Liddell-Scott)

δελφύς: -ύος, ἡ, ἡ μήτρα, Ἱππ. 680. 13, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 1, 21· Δωρ. δελφύα, ἡ, κατὰ τὸν Γρηγ. Κορ. 344. (Ἐντεῦθεν ἀδελφός).

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
matrice.
Étymologie: DELG terme indo-iranien désignant le « petit d’un animal ».

Greek Monolingual

δελφύς (-ύος), η (Α)
η μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δελφύς ανάγεται σε ιν δοευρ. gwelbh- «μήτρα, νεαρό ζώο», με αρχικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, και συνδέεται με αβεστ. g∂r∂buš-, ουδ. με θέμα σε -ς και συνεσταλμένη βαθμίδα ρίζας. Απαντά εξάλλου και τ. δολφός
«η μήτρα» (Ησύχ.), που συνδέεται με αρχ. ινδ. garbha-, αβεστ. gar∂wa- με ετεροιωμένη βαθμίδα θέματος (βλ. και λ. αδελφός)].