γύπας: Difference between revisions
From LSJ
(big3_10) |
(8) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=ἀζώστους, ἀνασεσυρμένους Hsch., cf. [[γύπωνες]]. | |dgtxt=ἀζώστους, ἀνασεσυρμένους Hsch., cf. [[γύπωνες]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM γύψ, Μ και [[γύπας]])<br />αρπακτικό [[πουλί]] που μοιάζει με αετό, όρνιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία πουλιού (<b>[[πρβλ]].</b> [[γλαυξ]], [[γρυψ]], [[σκωψ]]). Στον τ. <i>γυψ</i> απαντά το θ. <i>γυ</i>- «[[οτιδήποτε]] κυρτωμένο, [[σπηλιά]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[γύαλον]]) με [[παρέκταση]] σε -<i>π</i>-, πιθ. εξαιτίας του κυρτού ράμφους ή τών νυχιών του πουλιού]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
Spanish (DGE)
ἀζώστους, ἀνασεσυρμένους Hsch., cf. γύπωνες.
Greek Monolingual
ο (AM γύψ, Μ και γύπας)
αρπακτικό πουλί που μοιάζει με αετό, όρνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία πουλιού (πρβλ. γλαυξ, γρυψ, σκωψ). Στον τ. γυψ απαντά το θ. γυ- «οτιδήποτε κυρτωμένο, σπηλιά» (πρβλ. γύαλον) με παρέκταση σε -π-, πιθ. εξαιτίας του κυρτού ράμφους ή τών νυχιών του πουλιού].