σκωψ

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source

Greek Monolingual

ο / σκώψ, -ωπός, ΝΑ
λόγια ονομασία είδους μικρής κουκουβάγιας, του κοινώς γνωστού σήμερα γκιόνη, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ονομάζεται Otus scops
αρχ.
1. είδος χορού κατά τον οποίο οι χορευτές μιμούνταν την γλαύκα
2. είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σκώψ (< σκωπ-ς), κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. σκέπτομαι με κατάλ. -ς (πρβλ. κλώψ, πτώξ). Το πτηνό αυτό πήρε το όνομά του από το επίμονο και διαπεραστικό βλέμμα και την παρατηρητικότητά του, γεγονός που οδήγησε ορισμένους μελετητές στη θεώρηση του ρ. σκώπτω ως παραγώγου του σκώψ. Σύμφωνα, όμως, με παλαιότερες απόψεις, η λ. σκώψ προήλθε από το ρ. σκώπτω.