γεωνόμος: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(big3_10)
(8)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[el que reparte las tierras]] en plu. [[miembros de una comisión de reparto de tierras]] γεονόμος δὲ hελέσθαι [[δέκα]] ἄνδρας <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.46.10 (V a.C.), en Roma, D.C.38.1.6.
|dgtxt=-ου, ὁ [[el que reparte las tierras]] en plu. [[miembros de una comisión de reparto de tierras]] γεονόμος δὲ hελέσθαι [[δέκα]] ἄνδρας <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.46.10 (V a.C.), en Roma, D.C.38.1.6.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[γεωνόμος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασχολείται με τη [[γεωνομία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιράζει ή κατανέμει τη γη<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που παίρνει [[μερίδιο]] [[κατά]] τη [[διανομή]] γης, ο [[κληρούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωνόμος Medium diacritics: γεωνόμος Low diacritics: γεωνόμος Capitals: ΓΕΩΝΟΜΟΣ
Transliteration A: geōnómos Transliteration B: geōnomos Transliteration C: geonomos Beta Code: gewno/mos

English (LSJ)

ον, (νέμω)

   A one who distributes land, IG12.45 (pl.).    2 receiving a portion of distributed lands, colonist, D.C.38.1:—also γεω-νόμης, ου, ὁ, Phryn.PSp.57 B.

Greek (Liddell-Scott)

γεωνόμος: -ον, (νέμω) ὁ λαμβάνων μέρος τῶν διανεμομένων γαιῶν, ἄποικος, Δίων Κ. 38. 1· οὕτως ἐν τῷ τύπῳ γεωνόμης, Α. Β. 32.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que reparte las tierras en plu. miembros de una comisión de reparto de tierras γεονόμος δὲ hελέσθαι δέκα ἄνδρας IG 13.46.10 (V a.C.), en Roma, D.C.38.1.6.

Greek Monolingual

ο (Α γεωνόμος)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με τη γεωνομία
αρχ.
1. αυτός που μοιράζει ή κατανέμει τη γη
2. εκείνος που παίρνει μερίδιο κατά τη διανομή γης, ο κληρούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -νομος < νέμω.