δεκατώνης: Difference between revisions
From LSJ
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δεκᾰτώνης) -ου, ὁ [[cobrador del diezmo]], [[recaudador del diezmo]] Anaxil.7, <i>TAM</i> 2.1.19 (Telmeso II a.C.), Poll.6.128. | |dgtxt=(δεκᾰτώνης) -ου, ὁ [[cobrador del diezmo]], [[recaudador del diezmo]] Anaxil.7, <i>TAM</i> 2.1.19 (Telmeso II a.C.), Poll.6.128. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δεκατώνης]], ο (Α)<br />ο [[ενοικιαστής]] του φόρου της δεκάτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεκάτη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ισχαδώνης]], [[σιτώνης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A tithe-farmer, Anaxil.8.
German (Pape)
[Seite 543] ὁ, der Zehendpächter, Anaxil. Poll. 9, 29.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατώνης: -ου, ὁ, ἐνοικιαστὴς τῆς δεκάτης, Ἀναξίλ. Γλαυκ. 1 (Πολυδ. Θ΄, 29).
Spanish (DGE)
(δεκᾰτώνης) -ου, ὁ cobrador del diezmo, recaudador del diezmo Anaxil.7, TAM 2.1.19 (Telmeso II a.C.), Poll.6.128.
Greek Monolingual
δεκατώνης, ο (Α)
ο ενοικιαστής του φόρου της δεκάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + -ώνης < ωνούμαι «αγοράζω» (πρβλ. ισχαδώνης, σιτώνης)].