γαυριάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source
(8)
(No difference)

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Greek Monolingual

1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω
2. γαυριώ, καμαρώνω
3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι
4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις -ζω (πρβλ. ρουφίζω-ρουφώ, βλογίζω-βλογώ κ.λπ.].