γεννηματικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γεννηματικός''': -ή, -όν, = [[γεννητικός]], Ἰώσηπ. II. Ι. 4. 8, 3. | |lstext='''γεννηματικός''': -ή, -όν, = [[γεννητικός]], Ἰώσηπ. II. Ι. 4. 8, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γεννηματικός]] -ή, -όν (AM) [[γέννημα]]<br />ο [[παραγωγικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = γεννητικός, J.BJ4.8.3.
Greek (Liddell-Scott)
γεννηματικός: -ή, -όν, = γεννητικός, Ἰώσηπ. II. Ι. 4. 8, 3.
Greek Monolingual
γεννηματικός -ή, -όν (AM) γέννημα
ο παραγωγικός.