δυσαποτέλεστος: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(big3_12) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de llevar a término]] subst. τὸ δ. c. gen. τὸ τῆς Τρωικῆς μάχης δ. Eust.1956.18. | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de llevar a término]] subst. τὸ δ. c. gen. τὸ τῆς Τρωικῆς μάχης δ. Eust.1956.18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσαποτέλεστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που δύσκολα φθάνει σε [[τέλος]], δυσκολοκατόρθωτος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to accomplish, Eust.1956.18.
German (Pape)
[Seite 676] schwer auszuführen, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαποτέλεστος: -ον, δυσκατόρθωτος, Εὐστ. 1956. 18.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de llevar a término subst. τὸ δ. c. gen. τὸ τῆς Τρωικῆς μάχης δ. Eust.1956.18.
Greek Monolingual
δυσαποτέλεστος, -ον (Μ)
αυτός που δύσκολα φθάνει σε τέλος, δυσκολοκατόρθωτος.