διυπνίζω: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(big3_12) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[despertar]] αὐτόν Ael.<i>NA</i> 7.46, τὸν θυρωρόν Aesop.268, τοὺς θῆρας Eutecnius <i>C.Par</i>.10.20, τὸν Ὀδυσσέα καθεύδοντα μὴ διυπνίσαντες Sch.<i>Od</i>.13.119, cf. Hierocl.<i>Facet</i>.56, 124<br /><b class="num">•</b>fig. ref. al sueño del alma caída en la tentación τοὺς οὕτω καθεύδοντας Euagr.Pont.<i>Sch.Ec</i>.35.31.<br /><b class="num">2</b> intr. [[despertarse]] ἔπειτα νυκτὸς διυπνίσας Luc.<i>Ocyp</i>.108<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. διυπνισθέντα δὲ μὴ εὐθὺς ἀνίστασθαι Diocl.<i>Fr</i>.141, φοβηθεὶς διυπνίσθην Zos.Alch.<i>Comm.Gen</i>.10.41, cf. 11.46, ὃς δὲ διυπνισθεὶς μετέβη <i>AP</i> 9.378 (Pall.), [[ἐκεῖνος]] δὲ διυπνισθεὶς σὺν ἡδονῇ Aesop.28, cf. 307<br /><b class="num">•</b>[[quedarse dormido]] τοῦ γὰρ διυπνισθῆναι [[αἰτία]] ἡ τῆς τροφῆς πέψις Simp.<i>in Ph</i>.1258.25<br /><b class="num">•</b>[[permanecer despierto, alerta]], <i>A.Andr.Gr</i>.50.18. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[despertar]] αὐτόν Ael.<i>NA</i> 7.46, τὸν θυρωρόν Aesop.268, τοὺς θῆρας Eutecnius <i>C.Par</i>.10.20, τὸν Ὀδυσσέα καθεύδοντα μὴ διυπνίσαντες Sch.<i>Od</i>.13.119, cf. Hierocl.<i>Facet</i>.56, 124<br /><b class="num">•</b>fig. ref. al sueño del alma caída en la tentación τοὺς οὕτω καθεύδοντας Euagr.Pont.<i>Sch.Ec</i>.35.31.<br /><b class="num">2</b> intr. [[despertarse]] ἔπειτα νυκτὸς διυπνίσας Luc.<i>Ocyp</i>.108<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. διυπνισθέντα δὲ μὴ εὐθὺς ἀνίστασθαι Diocl.<i>Fr</i>.141, φοβηθεὶς διυπνίσθην Zos.Alch.<i>Comm.Gen</i>.10.41, cf. 11.46, ὃς δὲ διυπνισθεὶς μετέβη <i>AP</i> 9.378 (Pall.), [[ἐκεῖνος]] δὲ διυπνισθεὶς σὺν ἡδονῇ Aesop.28, cf. 307<br /><b class="num">•</b>[[quedarse dormido]] τοῦ γὰρ διυπνισθῆναι [[αἰτία]] ἡ τῆς τροφῆς πέψις Simp.<i>in Ph</i>.1258.25<br /><b class="num">•</b>[[permanecer despierto, alerta]], <i>A.Andr.Gr</i>.50.18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διυπνίζω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] από τον ύπνο, [[ξυπνώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[κοιμάμαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
(ὕπνος)
A awake from sleep, trans., Ael.NA7.46: intr., Luc.Ocyp.108:—Pass., Diocl.Fr.141, J.AJ5.10.4 (v. l.), Zos.Alch. p.117 B., AP9.378 (Pall.): but, II fall asleep, Simp. in Ph. 1258.25.
Greek (Liddell-Scott)
διυπνίζω: (ὕπνος) ἐξεγείρω ἐξ ὕπνου, μεταβ., Αἰλ. π. Ζ. 7. 45· ἀμεταβ., Λουκ. Ὠκύπ. 108· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., Ἀνθ. Π. 9. 378.
French (Bailly abrégé)
1 éveiller;
2 s’éveiller.
Étymologie: διά, ὑπνίζω.
Spanish (DGE)
1 despertar αὐτόν Ael.NA 7.46, τὸν θυρωρόν Aesop.268, τοὺς θῆρας Eutecnius C.Par.10.20, τὸν Ὀδυσσέα καθεύδοντα μὴ διυπνίσαντες Sch.Od.13.119, cf. Hierocl.Facet.56, 124
•fig. ref. al sueño del alma caída en la tentación τοὺς οὕτω καθεύδοντας Euagr.Pont.Sch.Ec.35.31.
2 intr. despertarse ἔπειτα νυκτὸς διυπνίσας Luc.Ocyp.108
•en v. med.-pas. διυπνισθέντα δὲ μὴ εὐθὺς ἀνίστασθαι Diocl.Fr.141, φοβηθεὶς διυπνίσθην Zos.Alch.Comm.Gen.10.41, cf. 11.46, ὃς δὲ διυπνισθεὶς μετέβη AP 9.378 (Pall.), ἐκεῖνος δὲ διυπνισθεὶς σὺν ἡδονῇ Aesop.28, cf. 307
•quedarse dormido τοῦ γὰρ διυπνισθῆναι αἰτία ἡ τῆς τροφῆς πέψις Simp.in Ph.1258.25
•permanecer despierto, alerta, A.Andr.Gr.50.18.
Greek Monolingual
διυπνίζω (AM)
1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ κάποιον
2. κοιμάμαι.