διακράζω: Difference between revisions

From LSJ
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [sólo perf. excep. διέκραζον <i>PHerm.Rees</i> 6.18 (IV d.C.)]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[chillar]], [[gritar]]de aves οἷα πιπίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες Ar.<i>Au</i>.307, de pers. διακεκραγότος a voz en grito</i> Cyr.Al.<i>Inc.Unigen</i>.703D<br /><b class="num">•</b>c. dat. [[competir en gritos]] c. dat. πόρναισι καὶ βαλανεῦσι Ar.<i>Eq</i>.1403.<br /><b class="num">2</b> [[predicar]] [[ἆρα]] δυνήσονται ἀκούειν ... διακεκραγότος Μιχαίου; Gr.Nyss.M.46.1164A<br /><b class="num">•</b>[[manifestarse públicamente]] ὅπως ἂν ... ἐφ' οἷς ἐνδόξως διέκραζων (l. -ον) μέγιστα ἡσθῶ <i>PHerm.Rees</i> l.c.<br /><b class="num">II</b> tr. [[proclamar]] ταῦτα διακέκραγεν ὁ [[γραμματεύς]] Cyr.Al.M.68.372B.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [sólo perf. excep. διέκραζον <i>PHerm.Rees</i> 6.18 (IV d.C.)]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[chillar]], [[gritar]]de aves οἷα πιπίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες Ar.<i>Au</i>.307, de pers. διακεκραγότος a voz en grito</i> Cyr.Al.<i>Inc.Unigen</i>.703D<br /><b class="num">•</b>c. dat. [[competir en gritos]] c. dat. πόρναισι καὶ βαλανεῦσι Ar.<i>Eq</i>.1403.<br /><b class="num">2</b> [[predicar]] [[ἆρα]] δυνήσονται ἀκούειν ... διακεκραγότος Μιχαίου; Gr.Nyss.M.46.1164A<br /><b class="num">•</b>[[manifestarse públicamente]] ὅπως ἂν ... ἐφ' οἷς ἐνδόξως διέκραζων (l. -ον) μέγιστα ἡσθῶ <i>PHerm.Rees</i> l.c.<br /><b class="num">II</b> tr. [[proclamar]] ταῦτα διακέκραγεν ὁ [[γραμματεύς]] Cyr.Al.M.68.372B.
}}
{{grml
|mltxt=[[διακράζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κραυγάζω]] διαρκώς<br /><b>2.</b> [[συναγωνίζομαι]] κάποιον στις φωνές, στις κραυγές.
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακράζω Medium diacritics: διακράζω Low diacritics: διακράζω Capitals: ΔΙΑΚΡΑΖΩ
Transliteration A: diakrázō Transliteration B: diakrazō Transliteration C: diakrazo Beta Code: diakra/zw

English (LSJ)

pf. διακέκρᾱγα,

   A have a screaming-match, Ar.Av.306; δ. τινί pit oneself against another at screaming, Id.Eq.1403.

German (Pape)

[Seite 584] (s. κράζω), durch einander schreien; διακεκραγοτες Ar. Av. 307; τινὶ διακεκραγέναι, mit Jemandem um die Wette schreien, Equ. 1400.

Greek (Liddell-Scott)

διακράζω: συνεχῶς κράζω, φωνάζω, κραυγάζω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 307. ΙΙ. δ. τινί, διαγωνίζομαι πρός τινα εἰς τὸ κραυγάζειν, εἶμαι ἀντίπαλος αὐτοῦ εἰς τοῦτο, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1403.

French (Bailly abrégé)

1 crier continuellement;
2 crier à qui mieux mieux.
Étymologie: διά, κράζω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo perf. excep. διέκραζον PHerm.Rees 6.18 (IV d.C.)]
I 1chillar, gritarde aves οἷα πιπίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες Ar.Au.307, de pers. διακεκραγότος a voz en grito Cyr.Al.Inc.Unigen.703D
c. dat. competir en gritos c. dat. πόρναισι καὶ βαλανεῦσι Ar.Eq.1403.
2 predicar ἆρα δυνήσονται ἀκούειν ... διακεκραγότος Μιχαίου; Gr.Nyss.M.46.1164A
manifestarse públicamente ὅπως ἂν ... ἐφ' οἷς ἐνδόξως διέκραζων (l. -ον) μέγιστα ἡσθῶ PHerm.Rees l.c.
II tr. proclamar ταῦτα διακέκραγεν ὁ γραμματεύς Cyr.Al.M.68.372B.

Greek Monolingual

διακράζω (Α)
1. κραυγάζω διαρκώς
2. συναγωνίζομαι κάποιον στις φωνές, στις κραυγές.