δικελλίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[cavador]] Luc.<i>Tim</i>.8.
|dgtxt=-ου, ὁ [[cavador]] Luc.<i>Tim</i>.8.
}}
{{grml
|mltxt=[[δικελλίτης]], ο (Α)<br />ο [[δικελλευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκελλα]] <span style="color: red;">+</span> (παραγ. κατάλ.) -[[ίτης]]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικελλίτης Medium diacritics: δικελλίτης Low diacritics: δικελλίτης Capitals: ΔΙΚΕΛΛΙΤΗΣ
Transliteration A: dikellítēs Transliteration B: dikellitēs Transliteration C: dikellitis Beta Code: dikelli/ths

English (LSJ)

[λῑ], ου, ὁ,

   A a digger, Luc.Tim.8.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκελλίτης: [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, σκαφεύς, Λουκ. Τίμωνι 8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui travaille avec le hoyau à deux pointes.
Étymologie: δίκελλα.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cavador Luc.Tim.8.

Greek Monolingual

δικελλίτης, ο (Α)
ο δικελλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκελλα + (παραγ. κατάλ.) -ίτης].