Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διάδετος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[rodeado]], [[ceñido]] ([[δακτύλιον]]) τὸν μὲν κύκλον ἠλέκτρῳ διάδετον (anillo) con el aro ceñido por ámbar</i> Hld.5.13.3, c. ac. de rel. δ. μὲν ταινίαις ... τὰς κόμας ceñidos los cabellos con bandas</i> Lib.<i>Decl</i>.12.27<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[cinta]] para la cabeza, Anon.<i>in Rh</i>.168.23.
|dgtxt=-ον<br />[[rodeado]], [[ceñido]] ([[δακτύλιον]]) τὸν μὲν κύκλον ἠλέκτρῳ διάδετον (anillo) con el aro ceñido por ámbar</i> Hld.5.13.3, c. ac. de rel. δ. μὲν ταινίαις ... τὰς κόμας ceñidos los cabellos con bandas</i> Lib.<i>Decl</i>.12.27<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[cinta]] para la cabeza, Anon.<i>in Rh</i>.168.23.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάδετος]], -ον) [[διαδέω]]<br /><b>1.</b> ο δεμένος [[ολόγυρα]] ή [[στερεά]]<br /><b>2.</b> στεφανοειδές [[εξάρτημα]] για την περίσφιξη συμβλημάτων<br /><b>αρχ.</b><br />(για κρίκους) ο κοσμημένος με [[στεφάνη]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδετος Medium diacritics: διάδετος Low diacritics: διάδετος Capitals: ΔΙΑΔΕΤΟΣ
Transliteration A: diádetos Transliteration B: diadetos Transliteration C: diadetos Beta Code: dia/detos

English (LSJ)

ον,

   A bound fast, χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππίων bits firm bound through the horse's mouth, A.Th.122(lyr.); δακτύλιος ἠλέκτρῳ δ. τὸν κύκλον adorned with a strip of amber set in .., Hld.5.13; δ. ταινίαις τὰς κόμας Lib.Decl.12.27.

Greek (Liddell-Scott)

διάδετος: -ον, (διαδέω) ὁ δενόμενος ἰσχυρῶς, χαλινοὶ διάδετοι (διὰ δὲ τοι Weil.) γενύων ἱππείων, χαλινοὶ ἰσχυρῶς δεδεμένοι εἰς τὰ στόματα τῶν ιππων, Αἰσχύλ. Θήβ. 122· ἠλέκτρῳ δ. Ἡλιόδ. 5. 13· δ. ταινίαις τὰς κόμας Λιβάν. 4. 189.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attaché à travers ou autour.
Étymologie: διαδέω.

Spanish (DGE)

-ον
rodeado, ceñido (δακτύλιον) τὸν μὲν κύκλον ἠλέκτρῳ διάδετον (anillo) con el aro ceñido por ámbar Hld.5.13.3, c. ac. de rel. δ. μὲν ταινίαις ... τὰς κόμας ceñidos los cabellos con bandas Lib.Decl.12.27
subst. τὸ δ. cinta para la cabeza, Anon.in Rh.168.23.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διάδετος, -ον) διαδέω
1. ο δεμένος ολόγυρα ή στερεά
2. στεφανοειδές εξάρτημα για την περίσφιξη συμβλημάτων
αρχ.
(για κρίκους) ο κοσμημένος με στεφάνη.