ἐγκέραστος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source
(big3_13)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />subst. τὸ ἐ. [[moderación]], [[amabilidad]] ὁ συμποτικὸς λόγος ... ποιεῖ τῇ ἀνέσει τὸ ἱλαρὸν καὶ φιλάνθρωπον ἐγκέραστον Plu.2.660c.
|dgtxt=-ον<br />subst. τὸ ἐ. [[moderación]], [[amabilidad]] ὁ συμποτικὸς λόγος ... ποιεῖ τῇ ἀνέσει τὸ ἱλαρὸν καὶ φιλάνθρωπον ἐγκέραστον Plu.2.660c.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐγκέραστος]], -ον (Α)<br />ανακατωμένος.
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκέραστος Medium diacritics: ἐγκέραστος Low diacritics: εγκέραστος Capitals: ΕΓΚΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: enkérastos Transliteration B: enkerastos Transliteration C: egkerastos Beta Code: e)gke/rastos

English (LSJ)

ον,

   A mixed, blended, Plu.2.660c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκέραστος: -ον, μεμιγμένος, ἐγκεκραμένος, Πλούτ. 2. 660C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé dans ou à, τινι.
Étymologie: ἐγκεράννυμι.

Spanish (DGE)

-ον
subst. τὸ ἐ. moderación, amabilidad ὁ συμποτικὸς λόγος ... ποιεῖ τῇ ἀνέσει τὸ ἱλαρὸν καὶ φιλάνθρωπον ἐγκέραστον Plu.2.660c.

Greek Monolingual

ἐγκέραστος, -ον (Α)
ανακατωμένος.