ἐθελοντί: Difference between revisions
From LSJ
(big3_13) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=adv. [[voluntariamente]], [[espontáneamente]] ἐ. ἰτέον ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους Th.8.2, cf. Plb.2.22.5, D.S.18.53, D.C.17.7, 37.20.5, ἐ. κατώλισθον εἰς ἀπόστασιν Cyr.Al.M.71.669D. | |dgtxt=adv. [[voluntariamente]], [[espontáneamente]] ἐ. ἰτέον ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους Th.8.2, cf. Plb.2.22.5, D.S.18.53, D.C.17.7, 37.20.5, ἐ. κατώλισθον εἰς ἀπόστασιν Cyr.Al.M.71.669D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐθελοντί]])<br /><b>επίρρ.</b> θεληματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται πιθ. από τ. δοτικής <i>εθέλοντι</i>, με άγνωστη την [[ποσότητα]] του -<i>ι</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A = ἐθελοντηδόν, Th.8.2, Plb.2.22.5, D.S.18.53, etc.
German (Pape)
[Seite 718] = ἐθελοντήν, Thuc. 8, 2 D. Sic. 18, 53 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοντί: ἐπίρρ., = ἐθελοντηδόν, ἐθελοντεί, Θουκ. 8. 2, Διόδ. 18. 53.
French (Bailly abrégé)
adv.
volontairement.
Étymologie: ἐθέλω.
Spanish (DGE)
adv. voluntariamente, espontáneamente ἐ. ἰτέον ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους Th.8.2, cf. Plb.2.22.5, D.S.18.53, D.C.17.7, 37.20.5, ἐ. κατώλισθον εἰς ἀπόστασιν Cyr.Al.M.71.669D.
Greek Monolingual
(AM ἐθελοντί)
επίρρ. θεληματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται πιθ. από τ. δοτικής εθέλοντι, με άγνωστη την ποσότητα του -ι].