δυσκατάστατος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de arreglar]], [[de mal arreglo]] τὸ ταραχθῆναι δὲ ἐν τῇ νυκτὶ πολὺ μεῖζόν ἐστι πρᾶγμα ... καὶ δυσκαταστατώτερον la alteración del orden es más grave de noche ... y más difícil de arreglar</i> X.<i>Cyr</i>.5.3.43.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de establecer]], [[de comprender]] ref. a la etim. de una palabra, Hdn.Gr.1.444, ἔχον τι δυσκατάστατον τοῦτο Herm.<i>in Phdr</i>.132.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de arreglar]], [[de mal arreglo]] τὸ ταραχθῆναι δὲ ἐν τῇ νυκτὶ πολὺ μεῖζόν ἐστι πρᾶγμα ... καὶ δυσκαταστατώτερον la alteración del orden es más grave de noche ... y más difícil de arreglar</i> X.<i>Cyr</i>.5.3.43.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de establecer]], [[de comprender]] ref. a la etim. de una palabra, Hdn.Gr.1.444, ἔχον τι δυσκατάστατον τοῦτο Herm.<i>in Phdr</i>.132.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσκατάστατος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει.
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκατάστᾰτος Medium diacritics: δυσκατάστατος Low diacritics: δυσκατάστατος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: dyskatástatos Transliteration B: dyskatastatos Transliteration C: dyskatastatos Beta Code: duskata/statos

English (LSJ)

ον,

   A hard to restore or rally, X.Cyr.5.3.43 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 682] schwer in Ordnung zu bringen, compar., Xen. Cyr. 5, 3, 43.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατάστᾰτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à apaiser.
Étymologie: δυσ-, καθίστημι.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de arreglar, de mal arreglo τὸ ταραχθῆναι δὲ ἐν τῇ νυκτὶ πολὺ μεῖζόν ἐστι πρᾶγμα ... καὶ δυσκαταστατώτερον la alteración del orden es más grave de noche ... y más difícil de arreglar X.Cyr.5.3.43.
2 difícil de establecer, de comprender ref. a la etim. de una palabra, Hdn.Gr.1.444, ἔχον τι δυσκατάστατον τοῦτο Herm.in Phdr.132.

Greek Monolingual

δυσκατάστατος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει.