Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψέλλισμα: Difference between revisions

From LSJ

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source
(6_22)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψέλλισμα''': τό, τό ψελλισθέν ὑπὸ νηπίου, τραύλισμα, [[λέξις]] ἀσαφὴς. Ἱμέρ. 23. 21, καὶ Ἐκκλ.
|lstext='''ψέλλισμα''': τό, τό ψελλισθέν ὑπὸ νηπίου, τραύλισμα, [[λέξις]] ἀσαφὴς. Ἱμέρ. 23. 21, καὶ Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[ψελλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[αποτέλεσμα]] του [[ψελλίζω]], [[δυσχέρεια]] στην [[άρθρωση]] τών λέξεων<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] για νήπια) [[ασαφής]], [[άναρθρος]] [[λόγος]].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψέλλισμα Medium diacritics: ψέλλισμα Low diacritics: ψέλλισμα Capitals: ΨΕΛΛΙΣΜΑ
Transliteration A: pséllisma Transliteration B: psellisma Transliteration C: psellisma Beta Code: ye/llisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A inarticulate speech, of a child's attempts at talking, Him.Or.23.21; of a nurse's 'baby-talk', Sor.1.109 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1393] τό, das Gestammelte, Gestotterte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψέλλισμα: τό, τό ψελλισθέν ὑπὸ νηπίου, τραύλισμα, λέξις ἀσαφὴς. Ἱμέρ. 23. 21, καὶ Ἐκκλ.

Greek Monolingual

το, ΝΑ ψελλίζω
νεοελλ.
το αποτέλεσμα του ψελλίζω, δυσχέρεια στην άρθρωση τών λέξεων
αρχ.
(κυρίως για νήπια) ασαφής, άναρθρος λόγος.