ψέφω: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
(6_6)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψέφω''': εἶμαι πεφοβημένος, [[ἀνήσυχος]], Ἡσύχ.
|lstext='''ψέφω''': εἶμαι πεφοβημένος, [[ἀνήσυχος]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> «[[δέδοικα]], λυπῶ, [[φροντίζω]]»<br /><b>2.</b> «ψέφει<br />ἐντρέπει».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. τόσο με τη λ. [[ψόφος]] «[[κρότος]], [[θόρυβος]]» όσο και με τη λ. [[ψέφας]] «[[σκοτάδι]]», παρ' ότι δεν γεννά μορφολογικά προβλήματα, προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες, ιδιαίτερα όσον αφορά τη σημ. του ρ. «[[φροντίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψέφω Medium diacritics: ψέφω Low diacritics: ψέφω Capitals: ΨΕΦΩ
Transliteration A: pséphō Transliteration B: psephō Transliteration C: psefo Beta Code: ye/fw

English (LSJ)

in 3sg. ψέφει· δέδοικεν, ἐντρέπει, λυπεῖ, φροντίζει, Hsch.: cf. μετα-ψέφω; also prob. ἐπί-σσοφος.

German (Pape)

[Seite 1396] verdunkeln, verfinstern, nur bei Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ψέφω: εἶμαι πεφοβημένος, ἀνήσυχος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «δέδοικα, λυπῶ, φροντίζω»
2. «ψέφει
ἐντρέπει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. τόσο με τη λ. ψόφος «κρότος, θόρυβος» όσο και με τη λ. ψέφας «σκοτάδι», παρ' ότι δεν γεννά μορφολογικά προβλήματα, προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες, ιδιαίτερα όσον αφορά τη σημ. του ρ. «φροντίζω»].