ψηρός: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(6_4)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψηρός''': -ά, -όν, (ἴδε ψάω) «[[ξηρός]]» Σουΐδ.
|lstext='''ψηρός''': -ά, -όν, (ἴδε ψάω) «[[ξηρός]]» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ψαρός]], -ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[ξηρός]]»<br /><b>2.</b> (το ουδ. στο τ. [[ψαρός]] ως ουσ.) <i>τὸ ψαρόν</i><br />[[είδος]] ξηραντικής αλοιφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σύνδεση]] του επιθ. με την [[οικογένεια]] του <i>ψήω</i> «[[τρίβω]], [[γυαλίζω]]» δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική [[άποψη]]. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για παρλλ. [[μορφή]] του επιθ. [[ξηρός]]].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηρός Medium diacritics: ψηρός Low diacritics: ψηρός Capitals: ΨΗΡΟΣ
Transliteration A: psērós Transliteration B: psēros Transliteration C: psiros Beta Code: yhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A = ξηρός, Suid.; cf. [[μες<ς>όψηρον,]] and perh. ψαρός (B).

German (Pape)

[Seite 1397] (von ψάω, wie ξηρός von ξάω), zerreiblich, dürr, trocken.

Greek (Liddell-Scott)

ψηρός: -ά, -όν, (ἴδε ψάω) «ξηρός» Σουΐδ.

Greek Monolingual

και ψαρός, -ά, -όν, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ξηρός»
2. (το ουδ. στο τ. ψαρός ως ουσ.) τὸ ψαρόν
είδος ξηραντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση του επιθ. με την οικογένεια του ψήω «τρίβω, γυαλίζω» δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. μορφή του επιθ. ξηρός].