ψεφαυγής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
(6_7)
(47c)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψεφαυγής''': -ές, γεν. έος, ὁ σκοτεινῶς λάμπων, [[ζοφώδης]] [[μετὰ]] λάμψεως, ὡς τὰ [[κελαινοφαής]], μελαμφαὴς, [[νυκτιλαμπής]], Seild. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 586, Ι. Α. 110.
|lstext='''ψεφαυγής''': -ές, γεν. έος, ὁ σκοτεινῶς λάμπων, [[ζοφώδης]] [[μετὰ]] λάμψεως, ὡς τὰ [[κελαινοφαής]], μελαμφαὴς, [[νυκτιλαμπής]], Seild. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 586, Ι. Α. 110.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />[[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψέφας]] «[[σκοτάδι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χρυσ</i>-<i>αυγής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1396] ές, von dunkelm Glanze, d. i. glanzlos, dämmerig, finster, Hesych. erkl. es durch καπνός.

Greek (Liddell-Scott)

ψεφαυγής: -ές, γεν. έος, ὁ σκοτεινῶς λάμπων, ζοφώδης μετὰ λάμψεως, ὡς τὰ κελαινοφαής, μελαμφαὴς, νυκτιλαμπής, Seild. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 586, Ι. Α. 110.

Greek Monolingual

-ές, Α
σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσ-αυγής].