ὠδινολύτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(47c) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠδῑνολύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ λύων τὰς ὠδῖνας, ἐπίθετον ἰχθύος ὃς ἐκαλεῖτο [[ἐχενηΐς]], Λατιν. remora, Πλίν. 32. 1. | |lstext='''ὠδῑνολύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ λύων τὰς ὠδῖνας, ἐπίθετον ἰχθύος ὃς ἐκαλεῖτο [[ἐχενηΐς]], Λατιν. remora, Πλίν. 32. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[ονομασία]] ψαριού) αυτός που απαλλάσσει από τους πόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠδίς]], -<i>ῖνος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>λύω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χρησμο</i>-[[λύτης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A setting free from pain, name of a kind of shell-fish, Plin.HN32.6.
Greek (Liddell-Scott)
ὠδῑνολύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ λύων τὰς ὠδῖνας, ἐπίθετον ἰχθύος ὃς ἐκαλεῖτο ἐχενηΐς, Λατιν. remora, Πλίν. 32. 1.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως ονομασία ψαριού) αυτός που απαλλάσσει από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠδίς, -ῖνος + -λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμο-λύτης].