ὡμολογημένως: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(6_6)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὡμολογημένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ὁμολογέω]], [[ὁμολογουμένως]], [[ἄνευ]] ἀντιολογίας, Διόδ. 15. 10, [[Πολυδ]]. Ϛ´, 208, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ὁμ-).
|lstext='''ὡμολογημένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ὁμολογέω]], [[ὁμολογουμένως]], [[ἄνευ]] ἀντιολογίας, Διόδ. 15. 10, [[Πολυδ]]. Ϛ´, 208, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ὁμ-).
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>ιων. τ.</b> [[ομολογουμένως]] («ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων [[ὡμολογημένως]] ὑπὸ παντῶν τῶν δικαστῶν», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. <i>ὡμολογημένος</i> του μέσου παρακμ. του ρ. <i>ὁμολογῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡμολογημένως Medium diacritics: ὡμολογημένως Low diacritics: ωμολογημένως Capitals: ΩΜΟΛΟΓΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: hōmologēménōs Transliteration B: hōmologēmenōs Transliteration C: omologimenos Beta Code: w(mologhme/nws

English (LSJ)

Adv. part. pf. Pass. of ὁμολογέω,

   A confessedly, without contradiction, D.S.15.10, Poll.6.208, Phalar.Ep.119.3; cf. ὁμολογουμένως.

German (Pape)

[Seite 1411] adv. part. perf. pass. von ὁμολογέω, zugestanden, verabredetermaßen, ohne Widerrede, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὡμολογημένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ὁμολογέω, ὁμολογουμένως, ἄνευ ἀντιολογίας, Διόδ. 15. 10, Πολυδ. Ϛ´, 208, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ὁμ-).

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. ομολογουμένως («ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων ὡμολογημένως ὑπὸ παντῶν τῶν δικαστῶν», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὡμολογημένος του μέσου παρακμ. του ρ. ὁμολογῶ].