εξασθένηση: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(12) |
(No difference)
|
Revision as of 06:30, 29 September 2017
Greek Monolingual
η (Μ ἐξασθένησις) [[[εξασθενώ]] (I)]
1. κατάπτωση, εξάντληση («εξασθένηση του οργανισμού», «οικονομική εξασθένηση» κ.λπ.)
2. έλλειψη έντασης.