αγρότερος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(1)
(No difference)

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
ἀγρότερος, -έρα, -ρον (Α) ἀγρός
(για ζώα) άγριος, αδάμαστος, ατίθασος.———————— (II)
ἀγρότερος, -έρα, -ρον (Α) ἄγρα
1. αυτός που αγαπά την άγρα, το κυνήγι, ο κυνηγός (κυρίως για τη νύμφη Κυρήνη).