ἐπανθρακίδες: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδων ([[αἱ]]) :<br />petits poissons à faire frire, friture.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἄνθραξ]].
|btext=ίδων ([[αἱ]]) :<br />petits poissons à faire frire, friture.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἄνθραξ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπανθρακίδες]], αι (Α)<br />τα ψάρια που ψήνονται [[πάνω]] σε κάρβουνα ή ψάρια για [[τηγάνισμα]] («ἡνίκ' ἄν [[ἐπανθρακίδες]] ὦσι παρακείμεναι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανθρακ</i>-<i>ίδες</i> «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»].
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανθρᾰκίδες Medium diacritics: ἐπανθρακίδες Low diacritics: επανθρακίδες Capitals: ΕΠΑΝΘΡΑΚΙΔΕΣ
Transliteration A: epanthrakídes Transliteration B: epanthrakides Transliteration C: epanthrakides Beta Code: e)panqraki/des

English (LSJ)

ων, αἱ, (ἀνθρακίς)

   A small fish for frying, small fry, Ar.Ach.670, V.1127.

German (Pape)

[Seite 902] αἱ, kleine Fische, die auf Kohlen geröstet wurden, Ar. Ach. 670 Vesp. 1127; – im singul. auch eine Art Brod, Ath. III, 110 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανθρᾰκίδες: -ων, αἱ, (ἀνθρακὶς) «τὰ ἐπ᾿ ἀνθράκων ὀπτώμενα ἰχθύδια» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 670, Σφ. 1127 πρβλ. Πολυδ. ϛʹ, 55.

French (Bailly abrégé)

ίδων (αἱ) :
petits poissons à faire frire, friture.
Étymologie: ἐπί, ἄνθραξ.

Greek Monolingual

ἐπανθρακίδες, αι (Α)
τα ψάρια που ψήνονται πάνω σε κάρβουνα ή ψάρια για τηγάνισμα («ἡνίκ' ἄν ἐπανθρακίδες ὦσι παρακείμεναι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανθρακ-ίδες «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»].