ἑρκοθηρικός: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(6_10) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑρκοθηρικός''': -ή, -όν, ([[θήρα]]) ἀνήκων εἰς τὸ θηρεύειν διὰ θηρευτικῶν δικτύων, τοῦτο ἑρκοθηκόν τῆς ἄγρας τὸ [[μέρος]] φήσομεν [[εἶναι]] Πλάτ. Σοφ. 220C. ἑρκοθηρευτική (ἐξυπ. [[τέχνη]]) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 139· -ρευτής, ὁ [[αὐτόθι]] 137. | |lstext='''ἑρκοθηρικός''': -ή, -όν, ([[θήρα]]) ἀνήκων εἰς τὸ θηρεύειν διὰ θηρευτικῶν δικτύων, τοῦτο ἑρκοθηκόν τῆς ἄγρας τὸ [[μέρος]] φήσομεν [[εἶναι]] Πλάτ. Σοφ. 220C. ἑρκοθηρευτική (ἐξυπ. [[τέχνη]]) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 139· -ρευτής, ὁ [[αὐτόθι]] 137. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἑρκοθηρικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κυνήγι]] που γίνεται με δίχτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρκος]] <span style="color: red;">+</span> <i>θηρικός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (θήρα)
A of or for netting or fishing with nets, Pl.Sph.220c :
German (Pape)
[Seite 1031] ή, όν, zur Jagd mit Stellnetzen gehörig, Plat. Soph. 220 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρκοθηρικός: -ή, -όν, (θήρα) ἀνήκων εἰς τὸ θηρεύειν διὰ θηρευτικῶν δικτύων, τοῦτο ἑρκοθηκόν τῆς ἄγρας τὸ μέρος φήσομεν εἶναι Πλάτ. Σοφ. 220C. ἑρκοθηρευτική (ἐξυπ. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 139· -ρευτής, ὁ αὐτόθι 137.
Greek Monolingual
ἑρκοθηρικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι που γίνεται με δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρκος + θηρικός].