εὐδιάχυτος: Difference between revisions
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à liquéfier, à dissoudre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαχέω]]. | |btext=ος, ον :<br />facile à liquéfier, à dissoudre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαχέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐδιάχυτος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που διαχέεται εύκολα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καταπραΰνεται, που ανακουφίζεται εύκολα («εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν», Επίκ.)<br /><b>2.</b> ο [[εύκαμπτος]], ο [[ευλύγιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[διάχυτος]] (<span style="color: red;"><</span> [[διαχέω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easily dissolved, φάρμακα ὑπὸ τῶν κοιλιῶν Arist. Pr.864a29; γῆ Thphr.CP3.2.6. 2 easily diffused, ἀήρ Placit.4.13.11. 3 flexible, Sch.Pi.P.1.17. II easily relieved, τὴν ὄρεξιν εὐ. ἔχειν Epicur.Sent.26.
German (Pape)
[Seite 1062] leicht in Fluß zu bringen, aus einander zu gießen, ὕδωρ εὐδ. κα ἀπαγὲς καὶ ἀσύστατον Plut. de prim. frig. 11; von der Luft, id.; – leicht zu verdauen, Arist. probl. 1, 42; von der Erde, locker.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάχῠτος: -ον, εὐκόλως διαλυόμενος φάρμακα Ἀριστ. Πρβλ. 1. 42˙ γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 6˙ ἀὴρ Πλούτ. 2. 901Β τὴν ὄρεξιν εὐδ. ἔχειν Διογ. Λ. 10. 149.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à liquéfier, à dissoudre.
Étymologie: εὖ, διαχέω.
Greek Monolingual
εὐδιάχυτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που διαχέεται εύκολα
αρχ.
1. αυτός που καταπραΰνεται, που ανακουφίζεται εύκολα («εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν», Επίκ.)
2. ο εύκαμπτος, ο ευλύγιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάχυτος (< διαχέω)].