ἑτοιμομεμφής: Difference between revisions
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(6_7) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτοιμομεμφής''': -ές, ἕτοιμος εἰς τὸ μέμφεσθαι, Εὐστ. 873. 3. | |lstext='''ἑτοιμομεμφής''': -ές, ἕτοιμος εἰς τὸ μέμφεσθαι, Εὐστ. 873. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἑτοιμομεμφής]], -ές (Μ)<br />αυτός που [[είναι]] [[έτοιμος]] να κατηγορήσει, ο φίλο [[κατήγορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μεμφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλο</i>-<i>μεμφής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A ready to censure, Eust.873.3.
German (Pape)
[Seite 1052] ές, zum Tadel bereit, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμομεμφής: -ές, ἕτοιμος εἰς τὸ μέμφεσθαι, Εὐστ. 873. 3.
Greek Monolingual
ἑτοιμομεμφής, -ές (Μ)
αυτός που είναι έτοιμος να κατηγορήσει, ο φίλο κατήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -μεμφής (< μέμφομαι), πρβλ. φιλο-μεμφής].