διαλείβομαι: Difference between revisions
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(big3_11) |
(9) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[derramarse]], [[fluir]] ὑπονόμους ὀρύσσοντες καὶ τέμνοντές τινας διώρυχας συνάγουσι τὸ ἐκ τούτων διαλειβόμενον ὕδωρ Alex.Aphr.<i>in Mete</i>.56.11. | |dgtxt=[[derramarse]], [[fluir]] ὑπονόμους ὀρύσσοντες καὶ τέμνοντές τινας διώρυχας συνάγουσι τὸ ἐκ τούτων διαλειβόμενον ὕδωρ Alex.Aphr.<i>in Mete</i>.56.11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαλείβομαι]] (Α)<br />διαχύνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> [[λείβομαι]] του [[λείβω]] «[[χύνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:33, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 586] zerfließen, Wyttenb. Conj. Plut. san. tuend. p. 406.
Greek (Liddell-Scott)
διαλείβομαι: παθ., ῥέω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Πλούτ. 2. 136Β Wyttenb.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
couler dans des directions différentes.
Étymologie: διά, λείβω.
Spanish (DGE)
derramarse, fluir ὑπονόμους ὀρύσσοντες καὶ τέμνοντές τινας διώρυχας συνάγουσι τὸ ἐκ τούτων διαλειβόμενον ὕδωρ Alex.Aphr.in Mete.56.11.
Greek Monolingual
διαλείβομαι (Α)
διαχύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + λείβομαι του λείβω «χύνω»].