ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(1) |
(No difference)
|
ἀγχίστροφος, -ον (Α)
1. αυτός που στρέφεται γρήγορα, ο ευκίνητος
2. αυτός που μεταβάλλεται γρήγορα και εύκολα, άστατος, ευμετάβολος, ξαφνικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγχίστροφον
ταχύτητα μεταβάσεως από τη μία σκέψη στην άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + στρέφω.