αεσίφρων: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:33, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀεσίφρων (-ονος), ον (Α)
(αντί του ορθότ. ἀασίφρων) φρενοβλαβής, μωρός, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεσί- (< ἀάω «βλάπτω») + -φρων (φρένες) «ο βλαμμένος στο μυαλό, φρενοβλαβής» (πρβλ. βλαψί-φρων, τερψίμ-βροτος, μεμψί-μοιρος κ. τ. ό, με ρηματικό α' συνθετικό). Ορθότερος (από ἀάω -ἄασα) ο τ. ἀασί-φρων].